- αναλογισμός
- ο (Α ἀναλογισμός) [ἀναλογίζομαι]1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμόςαρχ.1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό2. υπολογισμός κατ' αναλογία.
Dictionary of Greek. 2013.