αναλογισμός

αναλογισμός
ο (Α ἀναλογισμός) [ἀναλογίζομαι]
1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση
2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός
αρχ.
1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό
2. υπολογισμός κατ' αναλογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναλογισμός — reconsideration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλογισμός — ο σκέψη, στοχασμός: Στον αναλογισμό ότι σε λίγο θα αντίκριζε τα αγαπημένα του πρόσωπα, δάκρυσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλογισμοῖς — ἀναλογισμός reconsideration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμοί — ἀναλογισμός reconsideration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμοῦ — ἀναλογισμός reconsideration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμούς — ἀναλογισμός reconsideration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμῶ — ἀναλογισμός reconsideration masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμῶν — ἀναλογισμός reconsideration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμῷ — ἀναλογισμός reconsideration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογισμόν — ἀναλογισμός reconsideration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”